αναρπαγή

αναρπαγή
η (Α ἀναρπαγή) [αναρπάζω]
1. βίαιη και γρήγορη αρπαγή
2. η εκ νέου αρπαγή, ανάκτηση αρπαγμένου πράγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναρπαγῶν — ἀναρπαγή recapture fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρπάζω — (AM ἀναρπάζω) 1. σκύβω και αρπάζω κάτι από το έδαφος, αρπάζω προς τα επάνω 2. παίρνω κάτι με τη βία, το αρπάζω και το παίρνω μαζί μου 3. κυριεύω με έφοδο, λαφυραγωγώ αρχ. 1. σέρνω, τραβώ με τη βία 2. αρπάζω κάτι από τη μέση, κάνω απαγωγή, απάγω 3 …   Dictionary of Greek

  • ἀναρπαγάς — ἀναρπαγά̱ς , ἀναρπαγή recapture fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”